παρθένευμα

παρθένευμα
παρθένευμα
pursuits
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρθένευμα — τὸ, Α [παρθενεύω] 1. εργασία, δουλειά για κορίτσια 2. στον πληθ. τὰ παρθενεύματα ασχολίες ή διασκεδάσεις παρθένων, όπως λ.χ. τα κεντήματα, τα ποικίλματα κ.ά. 3. φρ. «νόθον παρθένευμα» παιδί ανύπαντρης γυναίκας …   Dictionary of Greek

  • παρθένευμ' — παρθένευμα , παρθένευμα pursuits neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθενεύμασιν — παρθένευμα pursuits neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”